- υποσύμβολος
- -ον, Α1. κρυμμένος, καλυμμένος κάτω από σύμβολα2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ ὑποσύμβολαασαφής γλώσσα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + -σύμβολος (< σύμβολον), πρβλ. εὐ-σύμβολος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑποσυμβόλων — ὑποσύμβολος veiled under symbols masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποσύμβολα — ὑποσύμβολος veiled under symbols neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)